Δείτε επίσης: ὑστερῶ, υστέρω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υστερώ (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑστερῶ, συνηρημένος τύπος του ὑστερέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.steˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐στε‐ρω

υστερώ, αόρ.: υστέρησα[1] - παθητική φωνή: υστερούμαι[2] (αμετάβατο)

  1. είμαι κατώτερος σε σύγκριση με (+ γενική / έναντι + γενική / από + αιτιατική)
    οι χώρες του τρίτου κόσμου υστερούν των δυτικών χωρών οικονομικά
    η νέα μαθήτρια υστερεί έναντι των συμμαθητριών της
    η ταινία δεν υστερεί σε τίποτα από τις διεθνείς υπερπαραγωγές
     συνώνυμα: υπολείπομαι, μειονεκτώ
  2. έχω ελλείψεις
    υστερώ στα μαθηματικά
  3. (σπάνιο) μένω πίσω
     συνώνυμα: καθυστερώ, αργοπορώ
  4. συνώνυμο του στερούμαι [2]

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Για την παθητική φωνή, δείτε τις Αναφορές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. υστερώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Το Λεξικό δε δίνει παθητικούς τύπους.
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    Το Λεξικό δίνει και παθητικούς τύπους υστερούμαι, υστερήθηκα, και μετοχή υστερημένος.