υστερώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υστερώ (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑστερῶ, συνηρημένος τύπος του ὑστερέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.steˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐στε‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαυστερώ, αόρ.: υστέρησα[1] - παθητική φωνή: υστερούμαι[2] (αμετάβατο)
- είμαι κατώτερος σε σύγκριση με (+ γενική / έναντι + γενική / από + αιτιατική)
- ↪ οι χώρες του τρίτου κόσμου υστερούν των δυτικών χωρών οικονομικά
- ↪ η νέα μαθήτρια υστερεί έναντι των συμμαθητριών της
- ↪ η ταινία δεν υστερεί σε τίποτα από τις διεθνείς υπερπαραγωγές
- ≈ συνώνυμα: υπολείπομαι, μειονεκτώ
- έχω ελλείψεις
- ↪ υστερώ στα μαθηματικά
- (σπάνιο) μένω πίσω
- συνώνυμο του στερούμαι [2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υστερώ | υστερούσα | θα υστερώ | να υστερώ | υστερώντας | |
β' ενικ. | υστερείς | υστερούσες | θα υστερείς | να υστερείς | ||
γ' ενικ. | υστερεί | υστερούσε | θα υστερεί | να υστερεί | ||
α' πληθ. | υστερούμε | υστερούσαμε | θα υστερούμε | να υστερούμε | ||
β' πληθ. | υστερείτε | υστερούσατε | θα υστερείτε | να υστερείτε | υστερείτε | |
γ' πληθ. | υστερούν(ε) | υστερούσαν(ε) | θα υστερούν(ε) | να υστερούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υστέρησα | θα υστερήσω | να υστερήσω | υστερήσει | ||
β' ενικ. | υστέρησες | θα υστερήσεις | να υστερήσεις | υστέρησε | ||
γ' ενικ. | υστέρησε | θα υστερήσει | να υστερήσει | |||
α' πληθ. | υστερήσαμε | θα υστερήσουμε | να υστερήσουμε | |||
β' πληθ. | υστερήσατε | θα υστερήσετε | να υστερήσετε | υστερήστε | ||
γ' πληθ. | υστέρησαν υστερήσαν(ε) |
θα υστερήσουν(ε) | να υστερήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υστερήσει | είχα υστερήσει | θα έχω υστερήσει | να έχω υστερήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υστερήσει | είχες υστερήσει | θα έχεις υστερήσει | να έχεις υστερήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υστερήσει | είχε υστερήσει | θα έχει υστερήσει | να έχει υστερήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υστερήσει | είχαμε υστερήσει | θα έχουμε υστερήσει | να έχουμε υστερήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υστερήσει | είχατε υστερήσει | θα έχετε υστερήσει | να έχετε υστερήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υστερήσει | είχαν υστερήσει | θα έχουν υστερήσει | να έχουν υστερήσει |
|
Για την παθητική φωνή, δείτε τις Αναφορές
Μεταφράσεις
επεξεργασία υστερώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υστερώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Το Λεξικό δε δίνει παθητικούς τύπους. - ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Το Λεξικό δίνει και παθητικούς τύπους υστερούμαι, υστερήθηκα, και μετοχή υστερημένος.