stop short
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαstop short (en) (ιδιωματισμός)
- (stop short of) κοντοστέκομαι έξω από κάτι, σχεδόν κάνω κάτι αλλά τελικά δεν είμαι πρόθυμος γιατί μπορεί να υπάρχει κίνδυνο
- ⮡ He stopped short of the door, but eventually did not go inside.
- Κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα, τελικά όμως δεν μπήκε μέσα.
- ⮡ He stopped short of the door, but eventually did not go inside.