shortfall
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
shortfall | shortfalls |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαshortfall (en)
- η ανεπάρκεια, το έλλειμμα
- ⮡ There was a shortfall of eggs.
- Υπήρχε ανεπάρκεια αυγών.
- ⮡ a shortfall on revenues - έλλειμμα στα έσοδα
- ⮡ There was a shortfall of eggs.