Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
shortfall shortfalls

  Ετυμολογία επεξεργασία

shortfall < short + fall

  Ουσιαστικό επεξεργασία

shortfall (en)

  • η ανεπάρκεια, το έλλειμμα
    There was a shortfall of eggs.
    Υπήρχε ανεπάρκεια αυγών.
    a shortfall on revenues - έλλειμμα στα έσοδα

  Πηγές επεξεργασία