διαστολέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαστολέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαστολεύς < αρχαία ελληνική διαστέλλω < (διά) δια- + στέλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαστολέας αρσενικό
- (ιατρική) εργαλείο με το οποίο διαστέλλεται κάποια σωματική κοιλότητα