↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεσταλμένος η διεσταλμένη το διεσταλμένο
      γενική του διεσταλμένου της διεσταλμένης του διεσταλμένου
    αιτιατική τον διεσταλμένο τη διεσταλμένη το διεσταλμένο
     κλητική διεσταλμένε διεσταλμένη διεσταλμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεσταλμένοι οι διεσταλμένες τα διεσταλμένα
      γενική των διεσταλμένων των διεσταλμένων των διεσταλμένων
    αιτιατική τους διεσταλμένους τις διεσταλμένες τα διεσταλμένα
     κλητική διεσταλμένοι διεσταλμένες διεσταλμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διεσταλμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαστέλλω

διεσταλμένος και διασταλμένος

  • αυτός που έχει διασταλεί
    έχει διεσταλμένες κόρες, είπε ο γιατρός κατηφής κοιτάζοντας τα μάτια του ασθενούς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία