διεσταλμένος
(Ανακατεύθυνση από διασταλμένος)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
διεσταλμένος και διασταλμένος
- αυτός που έχει διασταλεί
- έχει διεσταλμένες κόρες, είπε ο γιατρός κατηφής κοιτάζοντας τα μάτια του ασθενούς