↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειοδιασταλτικός η αγγειοδιασταλτική το αγγειοδιασταλτικό
      γενική του αγγειοδιασταλτικού της αγγειοδιασταλτικής του αγγειοδιασταλτικού
    αιτιατική τον αγγειοδιασταλτικό την αγγειοδιασταλτική το αγγειοδιασταλτικό
     κλητική αγγειοδιασταλτικέ αγγειοδιασταλτική αγγειοδιασταλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειοδιασταλτικοί οι αγγειοδιασταλτικές τα αγγειοδιασταλτικά
      γενική των αγγειοδιασταλτικών των αγγειοδιασταλτικών των αγγειοδιασταλτικών
    αιτιατική τους αγγειοδιασταλτικούς τις αγγειοδιασταλτικές τα αγγειοδιασταλτικά
     κλητική αγγειοδιασταλτικοί αγγειοδιασταλτικές αγγειοδιασταλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειοδιασταλτικός < αγγειο- + διασταλτικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vasodilatateur[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.ði.a.stal.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐δι‐α‐σταλ‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγγειοδιασταλτικός, -ή, -ό

  • (ιατρική) που προκαλεί διαστολή των αιμοφόρων αγγείων
    ⮡ Ο γιατρός συνταγογράφησε ένα αγγειοδιασταλτικό φάρμακο για να βοηθήσει στη μείωση της αρτηριακής πίεσης του ασθενούς.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγγειοδιασταλτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγγειοδιασταλτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)