αγγειοδιαστολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοδιαστολή < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vasodilatation.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγγειο- + διαστολή.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.ði.a.stoˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐δι‐α‐στο‐λή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγειοδιαστολή θηλυκό
- (ιατρική) η διαστολή των αιμοφόρων αγγείων
- ※ Οι στατίνες, επίσης, αυξάνουν την παραγωγή του μονοξειδίου του αζώτου από τα κύτταρα των τοιχωμάτων των αιμοφόρων αγγείων, συντελώντας σε αγγειοδιαστολή, βελτιωμένη αιματική ροή, χαμηλότερη αρτηριακή πίεση, λιγότερο καρδιακό στρες και άρα μειωμένη πιθανότητα υπερτροφίας.
- Οι στατίνες βελτιώνουν την καρδιακή δομή και λειτουργία, Το Βήμα, 29 Μαΐου 2017
- ※ Οι στατίνες, επίσης, αυξάνουν την παραγωγή του μονοξειδίου του αζώτου από τα κύτταρα των τοιχωμάτων των αιμοφόρων αγγείων, συντελώντας σε αγγειοδιαστολή, βελτιωμένη αιματική ροή, χαμηλότερη αρτηριακή πίεση, λιγότερο καρδιακό στρες και άρα μειωμένη πιθανότητα υπερτροφίας.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοδιαστολή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγειοδιαστολή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)