ενικός         πληθυντικός  
vasodilatazione vasodilatazioni

  Ετυμολογία

επεξεργασία
vasodilatazione < vaso- + dilatazione

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌva.zo.di.la.tatˈt͡sjo.ne/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vasodilatazione (it) θηλυκό