vasodilatazione
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vasodilatazione | vasodilatazioni |
Ετυμολογία
επεξεργασία- vasodilatazione < vaso- + dilatazione
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvasodilatazione (it) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
vasodilatazione | vasodilatazioni |
vasodilatazione (it) θηλυκό