αγγειοσυσταλτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοσυσταλτικός < αγγειο- + συσταλτικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vasoconstricteur[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.si.stal.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐συ‐σταλ‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααγγειοσυσταλτικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αγγειοσυστολή, αγγείο και συστέλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοσυσταλτικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγειοσυσταλτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγγειοσυσταλτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)