↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειοσυσταλτικός η αγγειοσυσταλτική το αγγειοσυσταλτικό
      γενική του αγγειοσυσταλτικού της αγγειοσυσταλτικής του αγγειοσυσταλτικού
    αιτιατική τον αγγειοσυσταλτικό την αγγειοσυσταλτική το αγγειοσυσταλτικό
     κλητική αγγειοσυσταλτικέ αγγειοσυσταλτική αγγειοσυσταλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειοσυσταλτικοί οι αγγειοσυσταλτικές τα αγγειοσυσταλτικά
      γενική των αγγειοσυσταλτικών των αγγειοσυσταλτικών των αγγειοσυσταλτικών
    αιτιατική τους αγγειοσυσταλτικούς τις αγγειοσυσταλτικές τα αγγειοσυσταλτικά
     κλητική αγγειοσυσταλτικοί αγγειοσυσταλτικές αγγειοσυσταλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειοσυσταλτικός < αγγειο- + συσταλτικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vasoconstricteur[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.si.stal.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐συ‐σταλ‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγγειοσυσταλτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία