Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγγειοσυσταλτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγγειοσυσταλτικ
ός
η
αγγειοσυσταλτικ
ή
το
αγγειοσυσταλτικ
ό
γενική
του
αγγειοσυσταλτικ
ού
της
αγγειοσυσταλτικ
ής
του
αγγειοσυσταλτικ
ού
αιτιατική
τον
αγγειοσυσταλτικ
ό
την
αγγειοσυσταλτικ
ή
το
αγγειοσυσταλτικ
ό
κλητική
αγγειοσυσταλτικ
έ
αγγειοσυσταλτικ
ή
αγγειοσυσταλτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγγειοσυσταλτικ
οί
οι
αγγειοσυσταλτικ
ές
τα
αγγειοσυσταλτικ
ά
γενική
των
αγγειοσυσταλτικ
ών
των
αγγειοσυσταλτικ
ών
των
αγγειοσυσταλτικ
ών
αιτιατική
τους
αγγειοσυσταλτικ
ούς
τις
αγγειοσυσταλτικ
ές
τα
αγγειοσυσταλτικ
ά
κλητική
αγγειοσυσταλτικ
οί
αγγειοσυσταλτικ
ές
αγγειοσυσταλτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγγειοσυσταλτικός
<
αγγείον
+
συστέλλω
Επίθετο
επεξεργασία
αγγειοσυσταλτικός, -ή, -ό
που προκαλεί
συστολή
των αιμοφόρων
αγγείων
Συγγενικά
επεξεργασία
αγγειοσυστολή
Αντώνυμα
επεξεργασία
αγγειοδιασταλτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγειοσυσταλτικός
γαλλικά
:
vasoconstricteur
(fr)