Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειοσυσταλτικά < αγγειοσυσταλτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

αγγειοσυσταλτικά

το κρύο δρα αγγειοσυσταλτικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αγγειοσυσταλτικά