Δείτε επίσης: διασταλτός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασταλτικός η διασταλτική το διασταλτικό
      γενική του διασταλτικού της διασταλτικής του διασταλτικού
    αιτιατική τον διασταλτικό τη διασταλτική το διασταλτικό
     κλητική διασταλτικέ διασταλτική διασταλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασταλτικοί οι διασταλτικές τα διασταλτικά
      γενική των διασταλτικών των διασταλτικών των διασταλτικών
    αιτιατική τους διασταλτικούς τις διασταλτικές τα διασταλτικά
     κλητική διασταλτικοί διασταλτικές διασταλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασταλτικός < ελληνιστική κοινή διασταλτικός < αρχαία ελληνική διαστέλλω < διά + στέλλω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dilatant)

  Επίθετο επεξεργασία

διασταλτικός, -ή, -ό

  1. που είναι δυνατόν να διασταλεί ο ίδιος ή να προκαλέσει σε άλλον διαστολή
  2. (νομικός όρος) που αφορά επέκταση της ισχύος ενός νόμου σε θέματα που κανονικά δεν προβλέπει, αλλά περιλαμβάνονται στο γενικότερο πνεύμα του

Αντώνυμα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία