Δείτε επίσης: διασταλτός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασταλτικός η διασταλτική το διασταλτικό
      γενική του διασταλτικού της διασταλτικής του διασταλτικού
    αιτιατική τον διασταλτικό τη διασταλτική το διασταλτικό
     κλητική διασταλτικέ διασταλτική διασταλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασταλτικοί οι διασταλτικές τα διασταλτικά
      γενική των διασταλτικών των διασταλτικών των διασταλτικών
    αιτιατική τους διασταλτικούς τις διασταλτικές τα διασταλτικά
     κλητική διασταλτικοί διασταλτικές διασταλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασταλτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασταλτικός < αρχαία ελληνική διαστέλλω (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dilatant. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + -σταλ- + -τικός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.stal.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐σταλ‐τι‐κός
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐σταλ‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

διασταλτικός, -ή, -ό

  1. που είναι δυνατόν να διασταλεί ο ίδιος ή να προκαλέσει σε άλλον διαστολή
  2. (νομικός όρος) που αφορά επέκταση της ισχύος ενός νόμου σε θέματα που κανονικά δεν προβλέπει, αλλά περιλαμβάνονται στο γενικότερο πνεύμα του

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διασταλτικός διασταλτική τὸ διασταλτικόν
      γενική τοῦ διασταλτικοῦ τῆς διασταλτικῆς τοῦ διασταλτικοῦ
      δοτική τῷ διασταλτικ τῇ διασταλτικ τῷ διασταλτικ
    αιτιατική τὸν διασταλτικόν τὴν διασταλτικήν τὸ διασταλτικόν
     κλητική ! διασταλτικέ διασταλτική διασταλτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διασταλτικοί αἱ διασταλτικαί τὰ διασταλτικᾰ́
      γενική τῶν διασταλτικῶν τῶν διασταλτικῶν τῶν διασταλτικῶν
      δοτική τοῖς διασταλτικοῖς ταῖς διασταλτικαῖς τοῖς διασταλτικοῖς
    αιτιατική τοὺς διασταλτικούς τὰς διασταλτικᾱ́ς τὰ διασταλτικᾰ́
     κλητική ! διασταλτικοί διασταλτικαί διασταλτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διασταλτικώ τὼ διασταλτικᾱ́ τὼ διασταλτικώ
      γεν-δοτ τοῖν διασταλτικοῖν τοῖν διασταλτικαῖν τοῖν διασταλτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασταλτικός (ελληνιστική κοινή) < θεμα διασταλ- (< αρχαία ελληνική διαστέλλω) + -τικός. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + σταλτικός (< σταλ- (στέλλω + -τικός).