διασταλτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασταλτικός < ελληνιστική κοινή διασταλτικός < αρχαία ελληνική διαστέλλω < διά + στέλλω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dilatant)
Επίθετο επεξεργασία
διασταλτικός, -ή, -ό
- που είναι δυνατόν να διασταλεί ο ίδιος ή να προκαλέσει σε άλλον διαστολή
- (νομικός όρος) που αφορά επέκταση της ισχύος ενός νόμου σε θέματα που κανονικά δεν προβλέπει, αλλά περιλαμβάνονται στο γενικότερο πνεύμα του
Αντώνυμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- διασταλτικά
- διασταλτικότητα
- → δείτε τις λέξεις διαστέλλω, διά και στέλλω