Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dilatant dilatants
θηλυκό dilatante dilatantes

dilatant (fr)

  1. που διαστέλλει

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dilatant dilatants

dilatant (fr) αρσενικό

  1. διασταλτικός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη dilater