διασταλτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασταλτικότητα < διασταλτικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διασταλτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του διασταλτικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
διασταλτικότητα
|
διασταλτικότητα θηλυκό
|