vasodilatateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vasodilatateur | vasodilatateurs |
θηλυκό | vasodilatatrice | vasodilatatrices |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.zɔ.di.la.ta.tœːʁ/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαvasodilatateur (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvasodilatateur (fr) αρσενικό
- (ιατρική) το αγγειοδιασταλτικό