αγγειοδιασταλτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοδιασταλτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγειοδιασταλτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.ði.a.stal.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐δι‐α‐σταλ‐τι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγειοδιασταλτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) φάρμακο που επιφέρει αγγειοδιαστολή και ελάττωση της αρτηριακής πίεσης
- ⮡ Η χορήγηση του αγγειοδιασταλτικού είχε άμεσα αποτελέσματα στη μείωση της αρτηριακής πίεσης.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοδιασταλτικό
Πηγές
επεξεργασία- αγγειοδιασταλτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγγειοδιασταλτικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αγγειοδιασταλτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγγειοδιασταλτικός