↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγειοδιασταλτικό τα αγγειοδιασταλτικά
      γενική του αγγειοδιασταλτικού των αγγειοδιασταλτικών
    αιτιατική το αγγειοδιασταλτικό τα αγγειοδιασταλτικά
     κλητική αγγειοδιασταλτικό αγγειοδιασταλτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειοδιασταλτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγειοδιασταλτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.ði.a.stal.tiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐δι‐α‐σταλ‐τι‐κό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγειοδιασταλτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αγγειοδιασταλτικό