Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγειοδιασταλτικό τα αγγειοδιασταλτικά
      γενική του αγγειοδιασταλτικού των αγγειοδιασταλτικών
    αιτιατική το αγγειοδιασταλτικό τα αγγειοδιασταλτικά
     κλητική αγγειοδιασταλτικό αγγειοδιασταλτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειοδιασταλτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγειοδιασταλτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγειοδιασταλτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αγγειοδιασταλτικό