vasodilatador
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /basodilataˈdoɾ/
Επίθετο
επεξεργασίαvasodilatador (es)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
vasodilatador | vasodilatadores |
vasodilatador (es) αρσενικό
vasodilatador (es)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vasodilatador | vasodilatadores |
vasodilatador (es) αρσενικό