Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαστολικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαστολικ
ός
η
διαστολικ
ή
το
διαστολικ
ό
γενική
του
διαστολικ
ού
της
διαστολικ
ής
του
διαστολικ
ού
αιτιατική
τον
διαστολικ
ό
τη
διαστολικ
ή
το
διαστολικ
ό
κλητική
διαστολικ
έ
διαστολικ
ή
διαστολικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαστολικ
οί
οι
διαστολικ
ές
τα
διαστολικ
ά
γενική
των
διαστολικ
ών
των
διαστολικ
ών
των
διαστολικ
ών
αιτιατική
τους
διαστολικ
ούς
τις
διαστολικ
ές
τα
διαστολικ
ά
κλητική
διαστολικ
οί
διαστολικ
ές
διαστολικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαστολικός
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
γαλλική
diastolique
<
αρχαία ελληνική
διαστολή
Επίθετο
επεξεργασία
διαστολικός
που έχει
σχέση
με τη
διαστολή
ή αναφέρεται σ’ αυτή
συστολική και
διαστολική
πίεση
Αντώνυμα
επεξεργασία
συστολικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
διαστολή
,
διαστέλλω
και
στέλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαστολικός
αγγλικά
:
diastolic
(en)