συστολικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συστολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική systolique < (ελληνιστική κοινή) συστολή < αρχαία ελληνική συστέλλω < σύν + στέλλω
Επίθετο επεξεργασία
συστολικός, -ή, -ό
συστολικός, -ή, -ό