Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συστολικός η συστολική το συστολικό
      γενική του συστολικού της συστολικής του συστολικού
    αιτιατική τον συστολικό τη συστολική το συστολικό
     κλητική συστολικέ συστολική συστολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συστολικοί οι συστολικές τα συστολικά
      γενική των συστολικών των συστολικών των συστολικών
    αιτιατική τους συστολικούς τις συστολικές τα συστολικά
     κλητική συστολικοί συστολικές συστολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συστολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική systolique < (ελληνιστική κοινήσυστολή < αρχαία ελληνική συστέλλω < σύν + στέλλω

  Επίθετο επεξεργασία

συστολικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία