expand on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | expand on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expands on |
αόριστος | expanded on |
παθητική μετοχή | expanded on |
ενεργητική μετοχή | expanding on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαexpand on (en)
- αναπτύσσω, λέω περισσότερα για κάτι και προσθέτω κάποιες λεπτομέρειες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- expand on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 55-56. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπτύσσω