ενεστώτας expand on
γ΄ ενικό ενεστώτα expands on
αόριστος expanded on
παθητική μετοχή expanded on
ενεργητική μετοχή expanding on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
expand on < → δείτε τις λέξεις expand και on

expand on (en)

  • αναπτύσσω, λέω περισσότερα για κάτι και προσθέτω κάποιες λεπτομέρειες
    ⮡  He expanded on the principles of the microeconomy.
    Ανέπτυξε τις αρχές της μικροοικονομίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη elaborate

Άλλες μορφές

επεξεργασία