elaborate
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- elaborate < λατινική elaboratus
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɪˈlab(ə)rət/ (επίθετο)
- ΔΦΑ : /ɪˈlabəreɪt/ (ρήμα)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
elaborate (en)
- καλοδουλεμένος, περίτεχνος
- επιδεικτικός, περίπλοκος, με υπερβολική λεπτομέρεια
ΡήμαΕπεξεργασία
elaborate (en)
- αναπτύσσω πιο αναλυτικά μία ιδέα, επεκτείνομαι αναλυτικότερα/λεπτομερέστερα/επεξηγηματικά πάνω στο θέμα
- επεξεργάζομαι
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- elaborate on (something): αναπτύσσω επί του (θέματος)