elaborate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- elaborate < (άμεσο δάνειο) λατινική elaboratus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɪˈlab(ə)rət/ (επίθετο)
- ΔΦΑ : /ɪˈlabəreɪt/ (ρήμα)
Επίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | elaborate |
συγκριτικός | more elaborate |
υπερθετικός | most elaborate |
elaborate (en)
- καλοδουλεμένος, περίτεχνος
- επιδεικτικός, περίπλοκος, με υπερβολική λεπτομέρεια
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | elaborate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | elaborates |
αόριστος | elaborated |
παθητική μετοχή | elaborated |
ενεργητική μετοχή | elaborating |
elaborate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αναπτύσσω πιο αναλυτικά μία ιδέα, επεκτείνομαι αναλυτικότερα/λεπτομερέστερα/επεξηγηματικά πάνω στο θέμα
- ⮡ He elaborated on his plan at great length/in great detail.
- Ανέπτυξε το σχέδιο του δια μακρών/λεπτομερώς.
- ≈ συνώνυμα: expand on, expand upon και expound
- ⮡ He elaborated on his plan at great length/in great detail.
- επεξεργάζομαι
Εκφράσεις
επεξεργασία- elaborate on (something): αναπτύσσω επί του (θέματος)
Πηγές
επεξεργασία- elaborate (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- elaborate (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 55-56. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπτύσσω