extended
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | extended |
συγκριτικός | more extended |
υπερθετικός | most extended |
Επίθετο
επεξεργασίαextended (en)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαextended (en)
παραθετικά | |
θετικός | extended |
συγκριτικός | more extended |
υπερθετικός | most extended |
extended (en)
extended (en)