↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προτεταμένος η προτεταμένη το προτεταμένο
      γενική του προτεταμένου της προτεταμένης του προτεταμένου
    αιτιατική τον προτεταμένο την προτεταμένη το προτεταμένο
     κλητική προτεταμένε προτεταμένη προτεταμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προτεταμένοι οι προτεταμένες τα προτεταμένα
      γενική των προτεταμένων των προτεταμένων των προτεταμένων
    αιτιατική τους προτεταμένους τις προτεταμένες τα προτεταμένα
     κλητική προτεταμένοι προτεταμένες προτεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προτεταμένος < αρχαία ελληνική προτεταμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προτείνω < πρό + τείνω

προτεταμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία