Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιμηκυμένος η επιμηκυμένη το επιμηκυμένο
      γενική του επιμηκυμένου της επιμηκυμένης του επιμηκυμένου
    αιτιατική τον επιμηκυμένο την επιμηκυμένη το επιμηκυμένο
     κλητική επιμηκυμένε επιμηκυμένη επιμηκυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιμηκυμένοι οι επιμηκυμένες τα επιμηκυμένα
      γενική των επιμηκυμένων των επιμηκυμένων των επιμηκυμένων
    αιτιατική τους επιμηκυμένους τις επιμηκυμένες τα επιμηκυμένα
     κλητική επιμηκυμένοι επιμηκυμένες επιμηκυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

(ο) επιμηκυμένος, (η) επιμηκυμένη, (το) επιμηκυμένο

  • αυτός το μέγεθος του οποίου έχει αυξηθεί/επιμηκυνθεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία