Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιμηκυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιμηκυμέν
ος
η
επιμηκυμέν
η
το
επιμηκυμέν
ο
γενική
του
επιμηκυμέν
ου
της
επιμηκυμέν
ης
του
επιμηκυμέν
ου
αιτιατική
τον
επιμηκυμέν
ο
την
επιμηκυμέν
η
το
επιμηκυμέν
ο
κλητική
επιμηκυμέν
ε
επιμηκυμέν
η
επιμηκυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιμηκυμέν
οι
οι
επιμηκυμέν
ες
τα
επιμηκυμέν
α
γενική
των
επιμηκυμέν
ων
των
επιμηκυμέν
ων
των
επιμηκυμέν
ων
αιτιατική
τους
επιμηκυμέν
ους
τις
επιμηκυμέν
ες
τα
επιμηκυμέν
α
κλητική
επιμηκυμέν
οι
επιμηκυμέν
ες
επιμηκυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
(ο)
επιμηκυμένος
, (η)
επιμηκυμένη
, (το)
επιμηκυμένο
αυτός το μέγεθος του οποίου έχει αυξηθεί/επιμηκυνθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
extended
(en)
,
expanded
(en)
,
enlarged
(en)
,
increased
(en)
,
made larger
(en)
,
made bigger
(en)
,
made greater
(en)
·
lengthened
(en)
,
widened
(en)
,
broadened
(en)
·
stretched
(en)
,
stretched out
(en)
,
drawn out
(en)
,
elongated
(en)
·
για ημέρα λόγω της αλλαγής των εποχών
drawn out
(en)