Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επεκτάσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επεκτάσιμ
ος
η
επεκτάσιμ
η
το
επεκτάσιμ
ο
γενική
του
επεκτάσιμ
ου
της
επεκτάσιμ
ης
του
επεκτάσιμ
ου
αιτιατική
τον
επεκτάσιμ
ο
την
επεκτάσιμ
η
το
επεκτάσιμ
ο
κλητική
επεκτάσιμ
ε
επεκτάσιμ
η
επεκτάσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επεκτάσιμ
οι
οι
επεκτάσιμ
ες
τα
επεκτάσιμ
α
γενική
των
επεκτάσιμ
ων
των
επεκτάσιμ
ων
των
επεκτάσιμ
ων
αιτιατική
τους
επεκτάσιμ
ους
τις
επεκτάσιμ
ες
τα
επεκτάσιμ
α
κλητική
επεκτάσιμ
οι
επεκτάσιμ
ες
επεκτάσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επεκτάσιμος
<
επεκτείνω
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
επεκτάσιμος, -η, -ο
που μπορεί να
επεκταθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
επέκταση
επεκτασιμότητα
επεκτατικός
επεκτατισμός
επεκτατιστής
επεκτείνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επεκτάσιμος
αγγλικά
:
expansive
(en)
,
extensible
(en)
,
scalable
(en)
γαλλικά
:
extensible
(fr)
ρουμανικά
:
extensibil
(ro)