Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επεκτατισμός οι επεκτατισμοί
      γενική του επεκτατισμού των επεκτατισμών
    αιτιατική τον επεκτατισμό τους επεκτατισμούς
     κλητική επεκτατισμέ επεκτατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επεκτατισμός < επεκτατικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική expansionisme)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επεκτατισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία