ιμπεριαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιμπεριαλισμός < οπτικό δάνειο από τη γαλλική impérialisme χωρίς τη γαλλική προφορά της λέξης[1] (γαλλικός νεολογισμός που πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα)< λατινική imperialis < imperium + -isme (-ισμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /im.be.ɾi.a.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐μπε‐ρι‐α‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιμπεριαλισμός αρσενικό
- η κατακτητική και επεκτατική πολιτική ενός κράτους είτε με στρατιωτικά μέσα, είτε με οικονομικά
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιμπεριαλισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιμπεριαλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας