ιμπεριαλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιμπεριαλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική impérialiste < impérial + -iste (-ιστής) [1] < λατινική imperialis < imperium
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /im.be.ɾi.a.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐μπε‐ρι‐α‐λι‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιμπεριαλιστής αρσενικό (θηλυκό ιμπεριαλίστρια)
- αυτός που ασκεί ιμπεριαλισμό, που εφαρμόζει σχετική πολιτική
Συγγενικά επεξεργασία
- ιμπεριαλιστικός
- → δείτε τη λέξη ιμπεριαλισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιμπεριαλιστής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ιμπεριαλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας