Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιμπεριαλιστικός η ιμπεριαλιστική το ιμπεριαλιστικό
      γενική του ιμπεριαλιστικού της ιμπεριαλιστικής του ιμπεριαλιστικού
    αιτιατική τον ιμπεριαλιστικό την ιμπεριαλιστική το ιμπεριαλιστικό
     κλητική ιμπεριαλιστικέ ιμπεριαλιστική ιμπεριαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιμπεριαλιστικοί οι ιμπεριαλιστικές τα ιμπεριαλιστικά
      γενική των ιμπεριαλιστικών των ιμπεριαλιστικών των ιμπεριαλιστικών
    αιτιατική τους ιμπεριαλιστικούς τις ιμπεριαλιστικές τα ιμπεριαλιστικά
     κλητική ιμπεριαλιστικοί ιμπεριαλιστικές ιμπεριαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιμπεριαλιστικός < αγγλική imperialistic

  Επίθετο επεξεργασία

ιμπεριαλιστικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με κατακτητική και επεκτατική πολιτική ενός κράτους
  2. σχετικός με τον ιμπεριαλισμό κατά την λενινιστική ανάλυση
    ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος αποτελεί αντικειμενικό γεγονός στον καπιταλισμό ... (Κρίση, ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η απάντηση του εργατικού κινήματος, rizospastis.gr)

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία