ευρύνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευρύνω < αρχαία ελληνική εὐρύνω
Ρήμα επεξεργασία
ευρύνω (παθητική φωνή: ευρύνομαι)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του διευρύνω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευρύνω
|