extensionalité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- extensionalité < extension
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
extensionalité | extensionalités |
extensionalité (fr) θηλυκό
- η ιδιότητα μιας έννοιας να απαντάει σε όλα τα χαρακτηριστικά ενός εννοιλογικού πεδίου