extensionnel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- extensionnel < extension
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛk.stɑ̃.sjɔ.nɛl/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | extensionnel | extensionnels |
θηλυκό | extensionnelle | extensionnelles |
extensionnel (fr)
- που έχει όλα τα χαρακτηριστικά που ορίζονται μέσα σε εννοιολογικό πεδίο