παραθετικά
θετικός extensive
συγκριτικός more extensive
υπερθετικός most extensive

  Επίθετο

επεξεργασία

extensive (en)

  1. εκτεταμένος, εκτενής, που έχει μεγάλη έκταση
    ⮡  an extensive area - μια εκτεταμένη περιοχή
    ⮡  extensive repairs/damage - εκτεταμένες επισκευές/ζημιές
    ⮡  extensive space - εκτενής χώρος
  2. εκτεταμένος, εκτενής, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών
    ⮡  extensive inquires/knowledge - εκτεταμένες έρευνες/γνώσεις
    ⮡  an extensive description - εκτενής περιγραφή

Παράγωγα

επεξεργασία