παραθετικά
θετικός extensively
συγκριτικός more extensively
υπερθετικός most extensively

  Ετυμολογία

επεξεργασία
extensively < extensive + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

extensively (en)

  • εκτεταμένα, εκτενώς, με τρόπο που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών
    ⮡  The issue was discussed extensively at the meeting yesterday afternoon.
    Το θέμα συζητήθηκε χθες το μεσημέρι εκτεταμένα σε συνάντηση.
    ⮡  During the introduction of the new director, the president referred extensively to his scientific work.
    Kατά την παρουσίαση του νέου διευθυντή ο πρόεδρος αναφέρθηκε εκτενώς στο επιστημονικό του έργο.
     συνώνυμα:  at length