élargissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
élargissement | élargissements |
élargissement (fr) αρσενικό
- η διεύρυνση, η διαπλάτυνση
- η ελευθέρωση ενός κρατουμένου
ενικός | πληθυντικός |
élargissement | élargissements |
élargissement (fr) αρσενικό