Ετυμολογία

επεξεργασία
élargissement < é- + large

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
élargissement élargissements

élargissement (fr) αρσενικό

  1. η διεύρυνση
     συνώνυμα: agrandissement, développement, extension
     αντώνυμα: rétrécissement, diminution, restriction
  2. η ελευθέρωση ενός κρατουμένου
     συνώνυμα: libération, relaxation
     αντώνυμα: incarcération

Συγγενικά

επεξεργασία