επαυξάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαυξάνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεπαυξάνω
- αυξάνω μετά από προηγούμενη αύξηση, μεγαλώνω κι άλλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαυξάνω | επαύξανα | θα επαυξάνω | να επαυξάνω | επαυξάνοντας | |
β' ενικ. | επαυξάνεις | επαύξανες | θα επαυξάνεις | να επαυξάνεις | επαύξανε | |
γ' ενικ. | επαυξάνει | επαύξανε | θα επαυξάνει | να επαυξάνει | ||
α' πληθ. | επαυξάνουμε | επαυξάναμε | θα επαυξάνουμε | να επαυξάνουμε | ||
β' πληθ. | επαυξάνετε | επαυξάνατε | θα επαυξάνετε | να επαυξάνετε | επαυξάνετε | |
γ' πληθ. | επαυξάνουν(ε) | επαύξαναν επαυξάναν(ε) |
θα επαυξάνουν(ε) | να επαυξάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαύξησα | θα επαυξήσω | να επαυξήσω | επαυξήσει | ||
β' ενικ. | επαύξησες | θα επαυξήσεις | να επαυξήσεις | επαύξησε | ||
γ' ενικ. | επαύξησε | θα επαυξήσει | να επαυξήσει | |||
α' πληθ. | επαυξήσαμε | θα επαυξήσουμε | να επαυξήσουμε | |||
β' πληθ. | επαυξήσατε | θα επαυξήσετε | να επαυξήσετε | επαυξήστε | ||
γ' πληθ. | επαύξησαν επαυξήσαν(ε) |
θα επαυξήσουν(ε) | να επαυξήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επαυξήσει | είχα επαυξήσει | θα έχω επαυξήσει | να έχω επαυξήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επαυξήσει | είχες επαυξήσει | θα έχεις επαυξήσει | να έχεις επαυξήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επαυξήσει | είχε επαυξήσει | θα έχει επαυξήσει | να έχει επαυξήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επαυξήσει | είχαμε επαυξήσει | θα έχουμε επαυξήσει | να έχουμε επαυξήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επαυξήσει | είχατε επαυξήσει | θα έχετε επαυξήσει | να έχετε επαυξήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επαυξήσει | είχαν επαυξήσει | θα έχουν επαυξήσει | να έχουν επαυξήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επαυξάνω