↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαυξημένος η επαυξημένη το επαυξημένο
      γενική του επαυξημένου της επαυξημένης του επαυξημένου
    αιτιατική τον επαυξημένο την επαυξημένη το επαυξημένο
     κλητική επαυξημένε επαυξημένη επαυξημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαυξημένοι οι επαυξημένες τα επαυξημένα
      γενική των επαυξημένων των επαυξημένων των επαυξημένων
    αιτιατική τους επαυξημένους τις επαυξημένες τα επαυξημένα
     κλητική επαυξημένοι επαυξημένες επαυξημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επαυξημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαυξάνω

επαυξημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επαυξάνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία