Ουσιαστικό

επεξεργασία

vigor (en) (μη μετρήσιμο)

  • (αμερικανική γραφή) η ζωντάνια, η ζωηράδα, η ζωηρότητα, η ενέργεια και η ισχύς κάποιου ή κάτι
    ⮡  the vigor of the description - η ζωντάνια της περιγραφής
    ⮡  She had already lost the vigor of her youth.
    Είχε πια χάσει τη ζωηράδα της νιότης της.
    ⮡  His movements, his look, and the way he spoke had an impressive vigor for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη liveliness

Άλλες μορφές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
vigor < vigeo < vis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vigor

  1. ακμή
  2. ισχύς
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική vigor vigorēs
γενική vigoris vigorum
δοτική vigorī vigoribus
αιτιατική vigorem vigorēs
κλητική vigor vigorēs
αφαιρετική vigore vigoribus
(γ' κλίση)