impulsion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαimpulsion (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
impulsion | impulsions |
impulsion (fr) θηλυκό
impulsion (en)
ενικός | πληθυντικός |
impulsion | impulsions |
impulsion (fr) θηλυκό