ενικός         πληθυντικός  
vehicle vehicles

Ουσιαστικό

επεξεργασία

vehicle (en)

  1. (μέσο μεταφορών) το όχημα
      passenger vehicle - επιβατικό όχημα
  2. το μέσο, οτιδήποτε χρησιμοποιείται για επικοινωνία και πληροφόρηση
      Art should not be used as a vehicle for propaganda.
    Η τέχνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σα μέσο προπαγάνδας.
     συνώνυμα: medium
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 541, 638. ISBN 9780194325684. , λήμμα: μέσο, όχημα