Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
helicopter
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
helicopter
helicopters
Ουσιαστικό
επεξεργασία
helicopter
(en)
(
μέσο μεταφορών
,
αεροπορικός όρος
) το
ελικόπτερο
⮡
The
helicopter
landed on the roof of the building.
Το
ελικόπτερο
προσγειώθηκε στη στέγη του κτιρίου.
≈
συνώνυμα
:
chopper
Πηγές
επεξεργασία
helicopter
-
Oxford Learner's Dictionaries