chopper
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chopper | choppers |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
chopper (en)
- (λαϊκότροπο) το ελικόπτερο
ενικός | πληθυντικός |
chopper | choppers |
chopper (en)