scene
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
scene | scenes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαscene (en)
- η σκηνή, ο τόπος όπου συνέβη ένα περιστατικό
- ⮡ The police arrived at the scene of the crime.
- Η αστυνομία έφτασε στη σκηνή του εγκλήματος.
- ⮡ The police arrived at the scene of the crime.
- η σκηνή, ένα περιστατικό
- ⮡ In front of his eyes a comedic scene took place.
- Mπροστά στα μάτια του εκτυλίχθηκε μια κωμική σκηνή.
- ⮡ In front of his eyes a comedic scene took place.
- η σκηνή, το τμήμα ή απόσπασμα ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ή λογοτεχνικού έργου
- ⮡ the war scenes - οι πολεμικές σκηνές
- ⮡ the farewell scene - η σκηνή του αποχαιρετισμού
- (θέατρο) η σκηνή του θεάτρου, τμήμα ενός θεατρικού έργου
- ⮡ Act One, Scene One - Πρώτη πράξη, Πρώτη σκηνή
- (ανεπίσημο) η σκηνή, ο χώρος στον οποίο αναπτύσσονται διάφορες δραστηριότητες
- ⮡ He appeared on the political scene at a very young age.
- Εμφανίστηκε πολύ νέος στην πολιτική σκηνή.
- ⮡ He appeared on the political scene at a very young age.
- η θέα
- η σκηνή, ζωγραφική ή φωτογραφική σύνθεση με παράσταση γεγονότος
- ⮡ rural scene - αγροτική σκηνή
- ⮡ loving family scene - τρυφερή οικογενειακή σκηνή
- η σκηνή, έντονο επεισόδιο, λογομαχία ή συμπλοκή
- ⮡ He made a dreadful scene in the street.
- Έκανε μια φοβερή σκηνή στον δρόμο.
- ⮡ He made a dreadful scene in the street.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- scene - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 367, 796. ISBN 9780194325684., λήμμα: θέα, σκηνή