Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

scena (pl) θηλυκό

  1. η σκηνή του θεάτρου
  2. η σκηνή θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου

Συγγενικά

επεξεργασία