ενικός         πληθυντικός  
tent tents

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tent (en)

  • η σκηνή, η κατασκευή από ύφασμα για να χρησιμεύσει ως πρόχειρο κατάλυμα
    ⮡  I put up a tent.
    Στήνω μια σκηνή.
    ⮡  I pull down a tent.
    Ξηλώνω/λύνω μια σκηνή.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 796. ISBN 9780194325684. , λήμμα: σκηνή