σκηνίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκηνίτης | οι | σκηνίτες |
γενική | του | σκηνίτη | των | σκηνιτών |
αιτιατική | τον | σκηνίτη | τους | σκηνίτες |
κλητική | σκηνίτη | σκηνίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκηνίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκηνίτης < αρχαία ελληνική σκηνή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sciˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκη‐νί‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκηνίτης αρσενικό (θηλυκό σκηνίτισσα)
- αυτός που μένει ή ζει σε σκηνή
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκηνίτης
|
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σκηνῑτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | σκηνίτης | οἱ | σκηνῖται | |
γενική | τοῦ | σκηνίτου | τῶν | σκηνιτῶν | |
δοτική | τῷ | σκηνίτῃ | τοῖς | σκηνίταις | |
αιτιατική | τὸν | σκηνίτην | τοὺς | σκηνίτᾱς | |
κλητική ὦ! | σκηνῖτᾰ | σκηνῖται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκηνίτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σκηνίταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σκηνίτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκηνίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.