σκήνωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκήνωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκήνωμα (σώμα) < αρχαία ελληνική σημασία: σκηνή[1][2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsci.no.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκή‐νω‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκήνωμα ουδέτερο
- νεκρό σώμα
- (ειδικότερα) σορός αγίου, λείψανο αγίου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκηνή
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκήνωμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σκήνωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σκήνωμᾰ | τὰ | σκηνώμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | σκηνώμᾰτος | τῶν | σκηνωμᾰ́των |
δοτική | τῷ | σκηνώμᾰτῐ | τοῖς | σκηνώμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σκήνωμᾰ | τὰ | σκηνώμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | σκήνωμᾰ | σκηνώμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκηνώμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκηνωμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκήνωμα
- (συνήθως στον πληθυντικό) καταλύματα στρατιωτών
- (ελληνιστική σημασία)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- σκῆνος (καλύβα, το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σκηνή
Πηγές επεξεργασία
- σκήνωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκήνωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.