Δείτε επίσης: σκηνορράφος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σκηνογράφος οι σκηνογράφοι
      γενική του/της σκηνογράφου των σκηνογράφων
    αιτιατική τον/τη σκηνογράφο τους/τις σκηνογράφους
     κλητική σκηνογράφε σκηνογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκηνογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκηνογράφος < αρχαία ελληνική σκην(ή) + -ο- + -γράφος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική scénographe[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sci.noˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκη‐νο‐γρά‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκηνογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία