σκηνογραφικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκηνογραφικά < σκηνογραφικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίασκηνογραφικά
- από σκηνογραφικής απόψεως, όσον αφορά στον τομέα της σκηνογραφίας
- ※ Κάθε φορά που αναλαμβάνω ή προκαλώ ένα έργο, σκέφτομαι σε ποια «θέση» μπορώ να συνεισφέρω καλύτερα, γιατί το θέαμα είναι πάντα συνεργατικό, και εργάζομαι χρησιμοποιώντας όλες μου τις δυνάμεις. Από εκεί και πέρα, θεμελιωδώς, σκέφτομαι σκηνογραφικά: με ενδιαφέρει εξαιρετικά το πλαίσιο μιας διήγησης, αλλά αυτή είναι μια τοποθέτηση που μπορεί να εφαρμοστεί σχεδόν παντού. (εφ. Ελευθεροτυπία, 10.03.2014)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκηνογραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασκηνογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σκηνογραφικός