↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχοινοβασία οι σχοινοβασίες
      γενική της σχοινοβασίας των σχοινοβασιών
    αιτιατική τη σχοινοβασία τις σχοινοβασίες
     κλητική σχοινοβασία σχοινοβασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχοινοβασία < σχοιν(ί) + -ο- + -βασία (< βαίνω, «προχωρώ») • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχοινοβασία θηλυκό

  1. το περπάτημα πάνω σε τεντωμένο σχοινί ως ακροβατική παράσταση
  2. (μεταφορικά) η ριψοκίνδυνη ενέργεια
    οι οικονομικές σχοινοβασίες τον κατέστρεψαν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία